Μια ελληνική 'Ακρα στο μύθο του Μόμπυ Ντικ
Παραγωγή, ιστορία και λειτουργία μιας μικρής αστικής οντότητας στο μυθιστόρημα «Ποιος σκότωσε τον Μόμπυ Ντικ;» της Ευγενίας Φακίνου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001
Ο τίτλος μας – με τεχνητό υπονοούμενο βέβαια – είναι αμφίσημος και, ανάλογα με την ανάγνωση που θα του γίνει, αποκτά τη μία ή την άλλη σημασία. Από τη μια, σημαίνει πως, στο γνωστό μύθο για την πελώρια λευκή φάλαινα του μυθιστορήματος του Χέρμαν Μέλβιλ, υπάρχει μια "άκρη", μια αρχική σχέση, με τους Έλληνες και την Ελλάδα. Ένας μίτος. Από την άλλη, ο τίτλος αυτός, που περιέχει το όνομα της μικρής πόλης 'Ακρας, σημαίνει πως ο υποτιθέμενος σύνδεσμος με τον Μόμπυ Ντικ περνάει μέσα από τη μικρή αυτή πόλη της Φθιώτιδας, που «βρίσκεται» κοντά στον 'Αγιο Κωνσταντίνο, στη Λαρυμνα, στην Αρκίτσα..... Οι δυο αυτές αναγνώσεις δίνουν μια κοφτή και ιδιότυπη – είναι γεγονός – περίληψη του πιο πρόσφατου έργου της γνωστής και πολυγραφότατης ελληνίδας συγγραφέως. Αυτό περιγράφει τη σχέση της μικρής στερεοελλαδίτικης Άκρας με τα γεγονότα στα οποία στηρίχτηκε ο αμερικανός συγγραφέας για τη συγγραφή του ογκώδους έργου του...
Στο μυθιστόρημα, λοιπόν, της Ευγενίας Φακίνου «υπάρχει» μια ελληνική εκδοχή του κυνηγιού του Μόμπυ Ντικ. «Δεν» οφείλεται στην ίδια τη συγγραφέα αλλά σ’εκείνον το δαιμόνιο έλληνα ναύτη Αντώνη, που έτυχε να ναυτολογηθεί από τον πλοίαρχο Αχαάβ, να τον ακολουθήσει στα ταξίδια του και να περιγράψει, από πρώτο χέρι, τα γεγονότα του μεγάλου ναυτικού, αλιευτικού και ανθρώπινου έπους. Αυτή ακριβώς η περιγραφή εκτίθεται ζωντανά στο ημερολόγιό του, που, σε αντίγραφο, βρίσκεται στα χέρια ενός απόγονου του ηρωικού αυτού έλληνα ναυτικού. Και μάλιστα, στη μικρή πόλη 'Ακρα, που μπορεί έτσι, μετά την εκπληκτική ανακάλυψη, να αποτελέσει και αυτή κομμάτι της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Να μπει δηλαδή τώρα και αυτή στην ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης, της ελληνικής ναυτιλίας και, οπωσδήποτε, στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ή, – ποιος ξέρει ακόμα; – στην Ιστορία μονολεκτικώς και με κεφαλαίο Ι. Και να εξασφαλίσει, βέβαια, έτσι και ελεύθερη διάβαση στις ιστορίες και τις γεωγραφίες, σχολικές και άλλες.
Το παρουσιαζόμενο βιβλίο αποτελεί κάποια καλή ευκαιρία για να συζητηθούν μερικά πράγματα. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Για να δούμε με ποιο τρόπο η παραγωγή ενός τόπου (δηλαδή η χωρική ιστορία του), που είναι ένα καθαρά γεωγραφικό φαινόμενο εξελισσόμενο χρονικά πάνω στο χώρο, είναι ένα «γεγονός» που δεν αρκεί από μόνο του για να ιστοριογραφηθεί ο τόπος αυτός αλλά χρειάζεται να απογραφούν, να καταγραφούν και να περιγραφούν κάποια ιδιαίτερα ή εντυπωσιακά γεγονότα και ευρήματα, σε μεγάλο χρονικό βάθος και γύρω από τον τόπο, δηλαδή ξένα από αυτόν, ώστε αυτός να αποκτήσει πραγματικά ιστορικά δικαιώματα, χάρη στο τεχνητό πλαίσιο!
Τα ζητήματα αυτά τα περιγράφει με μια ελκυστική μέθοδο η Ευγενία Φακίνου. Το κάνει με μικρά επαγωγικα βήματα, δείγματα λεπτής ειρωνείας και έκθεση απρόοπτων καταστάσεων διαλέγοντας για κύριο ήρωα του βιβλίου της ένα αθηναίο συγγραφέα. Αξιοποιεί έτσι, προφανώς, και δικά της βιωματικά στοιχεία σχετικά με τη διαλεκτική της λογοτεχνικής δημιουργίας (σελ. 197, 247, 298). Σε αυτόν το συγγραφέα, λοιπόν, έχει ανατεθεί, με αμοιβή, το καθήκον να συλλέξει όσα περισσότερα ενδιαφέροντα στοιχεία μπορεί για την Άκρα με τη συνδρομή και ενός ντόπιου πληροφορητή οπότε, εμπνεόμενος από την ίδια την πόλη στην οποία θα φιλοξενηθεί για κάποιο διάστημα, θα τα συνθέσει για να συγγράψει την ιστορία της. Έτσι η μικρή αυτή πόλη, που λόγω δυσμενούς χωροθέτησης του αυτοκινητοδρόμου έχει τεθεί εκτός τουριστικού κυκλώματος, θα μπορέσει, με τη δημοσίευση του βιβλίου και τη σχετική μεσολάβηση-προβολή να βγει στην επιφάνεια.
Στο βιβλίο της Φακίνου στήνεται λοιπόν γρήγορα και προσεκτικά ένα πειστικό πλαίσιο επιτόπιας ανθρωπογεωγραφικής και κοινωνικο-ανθρωπολογικής έρευνας. Αυτή έχει για σκοπό να οδηγήσει στην άντληση συγκεκριμένων «ιστορικών» στοιχείων που θα συναρμολογηθούν από έναν έμπειρο εργάτη του λόγου, τον αθηναίο συγγραφέα. Το γεγονός ότι αυτός δεν είναι ανθρωπογεωγράφος, κοινωνικός ανθρωπολόγος ή σύγχρονος ιστορικός δεν έχει μεγάλη σημασία για την επιτυχία του εγχειρήματος, αφού το πλαίσιο της παραγωγής-συγγραφής της ιστορίας είναι (;) σταθερό και δεδομένο και μάλιστα ανεξάρτητο από την παραγωγή του συγκεκριμένου χώρου.
Όπως παρακολουθούμε, πράγματι, στο βιβλίο (σελ. 116, 117, 118), (1) τα ενδεχόμενα νεολιθικά ευρήματα, (2) τα πιθανά ερείπια αρχαία ερείπια ή (3) τυχόν υπολείμματα από οικοδομήματα κάποιας λατρείας, (4) τα βυζαντινά μοναστήρια που μάλλον θα χτίστηκαν, (5) η σχέση του οικισμού με την Επανάσταση του 1821 (κάποιος οπλαρχηγός) και (6) η περιφερειακή του ένταξη επί τουρκοκρατίας, μαζί με όλα τα γενικώς υπαρκτά νεώτερα στοιχεία όπως (7) οι πρόσφατοι πόλεμοι, (8) η αναταραχή του εμφύλιου, (9) η κατά κύματα μετανάστευση (αποδημία), μπορούν με σίγουρη και τυποποιημένη διαδικασία-πλαίσιο να δώσουν μια μικρή αλλά αξιόλογη ιστορία. Και μάλιστα – εφόσον αυτά τα στοιχεία υπάρχουν – η μικρή ιστορία μπορεί να αποτελέσει βέβαιο μονοπάτι προς την άλλη τη Μεγάλη Ιστορία (σελ. 121).
Η μακρόχρονη συγγραφική δράση της Φακίνου της επιτρέπει να ξέρει πως αυτό το πλαίσιο, που θα έχει και σε άλλες συγγραφικές ευκαιρίες χρησιμοποιήσει, είναι κατάλληλο και επαρκές για την προσέγγιση της ιστορίας ενός τόπου. Εξάλλου ή ίδια έχει κάνει και σπουδές ξεναγού, οπότε είναι απόλυτα δεκτό αυτό που διαβάζουμε για τον αθηναίο συγγραφέα, στο οποίον έχει ανατεθεί η συγγραφή του κειμένου για την τουριστική παρουσίαση: «έχοντας διαβάσει αντίστοιχα βιβλία άλλων πόλεων, είχε καταγράψει τις εποχές και τις ανάγκες του δικού του» (σελ. 118). Η λογική αυτή είναι διάχυτη και στο μη μυθιστορηματικό βιβλίο της Φακίνου «Ελληνικό Πανόραμα» (Φακίνου, 1995), μια συλλογή πολιτισμικής γεωγραφίας, με υπότιτλο «Πολιτισμός, Ιστορία, Φύση» και την προειδοποίηση για τον αναγνώστη πως αυτό «δεν είναι μόνο μια γεωγραφία, ούτε μια απλή ιστορία ή φυσική ιστορία...» (Φακίνου, 1995: οπισθόφυλλο).
Η Άκρα όμως δεν φαίνεται να μπορεί να ενταχθεί στο προηγούμενο σταθερότυπο πλαίσιο σύνθεσης της ιστορίας της. Όπως πράγματι γίνεται φανερό από την πλοκή του έργου, πολύ ενωρίς, η μικρή πόλη δεν είναι παρά ένας αρχικά αυτο-οργανωμένος οικισμός που πρωτοκατοικήθηκε γύρω στη δεκαετία του ’20 (σελ. 116) από μια πρώτη ομάδα που έφτασε εκεί από ένα ορεινό χωριό. Έτσι, ο χώρος της δεν προσφέρεται σε βαθιά και γόνιμη ιστοριοδιφία. Ο αθηναίος συγγραφέας καλείται να συγκεντρώσει και να επεξεργαστεί ένα υλικό «για την ιστορία μιας πόλης που δεν έχει ιστορία» (σελ. 114). Αυτό αποτελεί και την κύρια ανησυχία των ανθρώπων που ασχολούνται, γύρω από τον αθηναίο συγγραφέα – από τον κεντρικό πληροφορητή μέχρι τους επιχειρηματίες της πόλης και το δήμαρχο – με την παραγωγή του ιστοριογραφήματος.
Πως θα λυθεί το μείζον αυτό πρόβλημα;
Ο αθηναίος συγγραφέας, διαμέσου της πρότασης που κάνει ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος, αναζητεί μια εναλλακτική λύση ώστε να παραχθεί η ιστορία του τόπου καταφεύγοντας στην ανθρωπολογία του: «Η πόλη δεν έχει ιστορία σε βάθος χρόνου, όμως οι κάτοικοι έχουν μνήμες [...] μέσα από προσωπικές αφηγήσεις μπορεί να αναδυθεί το ιστορικό προφίλ της πόλης» (σελ. 126). Αυτό πραγματικά γίνεται στο υπόλοιπο του μυθιστορήματος. Ο αθηναίος συγγραφέας ερευνά και αναπλάθει τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις των κατοίκων της Άκρας. Και μάλιστα ο ήρωάς μας, όπως οι διάφοροι παρατηρητές (ανθρωπολόγοι ή και φυσικοί του μικρόκοσμου – άθελά τους ή από αδεξιότητα και ατέλεια των μέσων παρατήρησης), συμμετέχει σε κάποιες πτυχές της ζωής των υποκειμένων του. Στο ψάξιμο μιας τέτοιας πτυχής ξεπηδά και η σχέση της Άκρας με τον Μόμπυ Ντικ. Κάπως τεχνητά και φαρσικά, είναι γεγονός. Δηλαδή κάπως νεοελληνικά. Αυτό όμως δεν αποτελεί μειονέκτημα για το σύνολο.
* Ο αναγνώστης που διαβάζει το βιβλίο ή αντιλαμβάνεται χοντρικά το περιεχόμενό από την περίληψη μιας παρουσίασής του στις εφημερίδες, η υπόθεση αυτή της συγκρότησης της «ιδιογραφίας» της Άκρας, από την Φακίνου, θα του κινήσει το ενδιαφέρον. Και μάλιστα πολύ περισσότερο, αν συμβαίνει να είναι πιο ειδικός (πολεοδόμος, γεωγράφος, ανθρωπολόγος, ας πούμε) και να αγαπά ο ίδιος τις «ιδιογραφικές» προσεγγίσεις (ή να έχει βαρεθεί τις «νομοθετικές»), συναισθανόμενος μάλιστα ότι η δική του, σύγχρονη πολεογραφική προσέγγιση, ως γεωγράφου ή αστικού γεωγράφου, μπορεί να αποτελεί τον καλύτερο τρόπο εξιστόρησης της ουσίας μιας πόλης.
Αναφερόμαστε εδώ στην έννοια της «ιστορίας του αστικού χώρου», σε σχέση με το έργο, για παράδειγμα, του βρετανού καθηγητή H.J. Dyos, και όπως αυτή παρουσιάζεται, διδακτικότατα, ως θεματολογία που καθορίζεται ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’60, στο γνωστό και μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο του Jean-Luc Pinol (Jean-Luc Pinol, 1990: 13):
«κατοικία, οικοδομή, χρήση και ιδιοκτησία εδάφους, μεταφορές, δημοτική διοίκηση, οικονομική διαχείριση, δημοτική πολιτική, υγεία, υγιεινή, εφοδιασμός, πληθυσμός, οικογένεια, κοινωνικές τάξεις, ελίτ, υποκουλτούρες, εγκλήματα, συγκρούσεις, διαδηλώσεις, φιλανθρωπία, ευημερία, αρχιτεκτονική, οργάνωση του χώρου, ανάγκη εξεύρεσης χώρου, αισθητική ποιότητα της πόλης, ευκαιρίες πλουτισμού, βιομηχανική οργάνωση».Ακόμα, λοιπόν, και όταν το βάθος χρόνου είναι για κάποιον οικισμό σχετικά μικρό, υπάρχει πάντα ένας σκελετός για την ιστορία του. Και μάλιστα, σχετικά με το καθιερωμένο – ας το πούμε «τουριστικό» και «σχολικό» – πρότυπο, μια πραγματική αστική ή οικιστική (= «οικισμική») ιστοριογραφία προτιμά (1) την εξιστόρηση της παραγωγής τής χωρο-χρονικά συγκεκριμένης αστικής οντότητας αντί για την ένταξή της σε έναν ιστορικά καθ-ιερωμένο περιβάλλοντα χώρο και έναν καθαγιασμένο απώτερο χρόνο· (2) τη μελέτη του ειδικά κοινωνικού (ταξικού και, ενδεχόμενα, εθνολογικού) αντί για το γενικά και γενικευτικά εθνικό· (3) την αναγνώριση του διαφοροποιητικά τοπικού και τοπογραφικά ταυτοτικού αντί για την αποδοχή της χώρας-περιγράμματος ως ενιαίου γεωπολιτικού (κρατικού) πλαισίου· δηλαδή τελικά, τη μικρή υλική ιστορία των μικρών σε αντιδιαστολή με τη Μεγάλη Ιδεολογική Ιστορία.
Οι αντιπαραθέσεις αυτές μπορούν να προεκταθούν και να περιλάβουν και άλλες πτυχές του ιστορικο-γεωγραφικού αστικού θεματολογίου. Τέτοιες είναι (4) οι μορφές επιβολής οικονομικής, γλωσσικής και πολιτιστικής υποδούλωσης στις μικρότερες πόλεις εκ μέρους του κέντρου, (5) η ανάλυση και η ερμηνεία των δυσμενών ή ευμενών παραστάσεων που διαδίδονται με εμμονή για κάθε πόλη και μάλιστα μικρή ή μετρια, (6) η πραγματική θέση και η συμμετοχή του πληθυσμού των πόλεων στις μείζονες εθνικές (εδαφικές, πολεμικές) εμπλοκές και άλλα σχετικά.
* Με την ανάλυση που προηγείται δεν επιχειρούνε να «συμπληρώσουμε» το βιβλίο που παρουσιάζουμε. Φτάσαμε εδώ παρουσιάζοντας την κατά τη γνώμη μας πλουσιότερη γεωιστορική προσέγγιση των οικισμών προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το μοναδικό, κατά τη γνώμη μας επιλήψιμο στοιχείο του αστικού – urban not bourgeois... – αυτού μυθιστορήματος: Ο αθηναίος συγγραφέας αναζητεί, αρχικά, στοιχεία από τον αξιολογικά ανώτερο περιβάλλοντα χώρο και τον τιμημένο απώτερο χρόνο της πόλης. Δυστυχώς δεν τα βρίσκει.
Η αναζήτηση, όμως, μιας καθιερωμένης, βαθιάς και κυκλοτερής παραδοσιακής ιστορίας της πόλης λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την ενδεχόμενη προσέγγιση της ίδιας της πόλης, ως κτιστού χώρου, μέσα στο μυθιστόρημα. Αποτέλεσμα του στοιχείου αυτού είναι η απουσία από το κείμενο κάποιων πειστικών περιγραφών της πόλης. Και μάλιστα ως μικρής ελληνικής πόλης που με την πυκνότητά της, σε πληθυσμό και δραστηριότητες, παρούσες και παρελθούσες (αλλά και μελλούμενες!), είναι ένα ζωντανό ενιαίο έδαφος – οι δρόμοι της – συνεχών διαπροσωπικών επαφών. Περισσότερο ασφαλώς από μια πολύβουη μεγάλη πόλη που ενδέχεται να αποτελεί για τον κάθε επιμέρους κάτοικό της (και όσον αφορά όσα σχετίζονται με τις δικές του δραστηριότητες), ένα ιδεατό και διασπασμένο δίκτυο τακτικών ή σπανιότερων μεταβάσεων – μέσω έρημων διαδρόμων και διαδρομών – προς χώρους άσκησης κάποιου ρόλου.
Πολλά από τα στοιχεία της μικρής πόλης – εκτός από περιγραφές που όπως είπαμε απουσιάζουν – είναι παρόντα και μάλιστα με μεγάλη ζωντάνια στο μυθιστόρημα, αλλά η συγκροτημένη πόλη είναι γενικά απούσα στο «Ποιος σκότωσε τον Μόμπυ Ντικ;». Βέβαια η πληροφορία που δίνεται για τον πληθυσμό, 1.000 κάτοικοι (μόνο), σύμφωνα με υποτιθέμενο παλιότερο λήμμα εγκυκλοπαίδειας (σελ. 119) και ο προσδιορισμός «χωριό» που ξεφεύγει μερικές φορές (σελ. 116, ενώ, πάντως, είναι εξαιρετικά συχνός και έμμονος ο χαρακτηρισμός «πόλη»), μας προσγειώνει. Δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε περισσότερες και πυκνότερες περιγραφές «μικρής ελληνικής πόλης».
Το μικρό, πάντως, μέγεθος της πόλης μας δίνει την ευκαιρία να αναφερθούμε στη συγκρότηση του ιδιάζοντα φυλοφιλικού χώρου (sexual space) που αυτή συνιστά, όπως παρουσιάζεται στο έργο. Πραγματικά, η επωνυμία (ως αντιδιαστολή στην ανωνυμία) επιβάλλει μερικούς – τόσο γνωστούς άλλωστε – όρους στη φυλοφιλική συμπεριφορά των ατόμων. Δηλαδή, στην πραγματικότητα, επιβάλλονται περιορισμοί, ως προς την προσωπική και φυλοφιλική ταυτότητα ανάλογοι με εκείνους που ισχύουν στα ζητήματα της ομοφυλοφιλίας έστω και αν πρόκειται για ετεροφυλόφιλες δηλαδή "κανονικές" σχέσεις, που όμως, καθώς δεν είναι νομιμοποιημένες, παύουν να είναι κανονικές. Το όλο ζήτημα παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα με την περίπτωση της σχέσης του αθηναίου συγγραφέα με μια παντρεμένη γυναίκα της πόλης, η οποία επωφελούμενη από τη μακρόχρονη, κατά περιόδους, απουσία του συζύγου της επισκέπτεται ένα βράδυ τον αθηναίο συγγραφέα στο διαμέρισμά του, μεταμφιεσμένη σε άντρα, ώστε να μην την αναγνωρίσουν. Δεν το καταφέρνει. Ο φυλοφιλικός χώρος της μικρής πόλης έχει τους δικούς του νόμους.
Θα ήταν παράλειψη, τελειώνοντας την παρουσίαση, να μην αναφερθούμε σε ένα από τα χαρακτηριστικά ανθρωπολογικά στοιχεία του βιβλίου. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά άλλωστε. Πρόκειται για την λεπτομερή δυαδική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ηρώων που είναι ο αθηναίος συγγραφέας και ο ξεναγός-πληροφορητής του, που αναλαμβάνει να οργανώσει το χρόνο του ως επισκέπτη. Πολύ συχνά, για παράδειγμα στην έβδομη τέχνη, που τα έργα της διαθέτουν πολυφωνικές κειμενικές και οπτικοακουστικές συνιστώσες, η κινηματογράφηση της πόλης περνά και μέσα από τη σκηνοθετημένη αντιπαράθεση της μεγάλης πόλης προς τη μικρή. Η σχέση αυτή εξαίρεται χάρη σε επιλεγμένα δεδομένα και τις συνδηλώσεις τους (πολεοδομία, αρχιτεκτονική, πράσινο, μουσική υπόκρουση) αλλά περνάει και μέσα από την ίδια την ανθρωπολογία των αντίστοιχων εκπροσώπων (δράση, θέση, εμφάνιση, σχέσεις). Στο βιβλίο της Φακίνου η ανθρωπολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στον εκπρόσωπο της πρωτεύουσας και τον εκπρόσωπο της επαρχιωτικής πολίχνης είναι πολύ ζωντανή και πετυχημένη σε όλα τα επίπεδα. Αναγνωρισμένος, κεντρικός, τολμηρός και κατακτητικός ο πρώτος. Ασήμαντος, περιθωριακός, δειλός και υποταγμένος ο δεύτερος. Πολύ ευκολα θα μπορούσε να γίνει μια ανάλυση των δυαδικών αυτών αντιπαραθέσεων και – το κυριότερο άλλωστε – να μεταφερθούν στη γνωστή διαλεκτική (Αθήνα-Περιφέρεια) της υπανάπτυξης της ελληνικής επαρχίας.
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Φακίνου, Ε., Ελληνικό Πανόραμα, Κέδρος, 1995
Pinol, Jean-Luc, Ο Κόσμος των Πόλεων τον 19ο Αιώνα, Πλέθρον, 2000
[GEANDER'S HOME PAGE] |
[ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ] | [ΕΙΔΟΣ ΘΕΜΑΤΩΝ] | [ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ] | [ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ]Ελεύθερο βοήθημα για μελέτη, διδακτική χρήση, προβολές σε αίθουσα και παραγωγή φοιτητικών σημειώσεων.
© Copyright for published reproduction of original pictures as mentioned in the book.
Βοήθημα για το μάθημα «Πόλη και διδακτική της πολεογραφίας»
όπως διδάσκεται στο ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
από το βιβλίο του Γιάννη Ρέντζου ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ.