Κάπου μεταξύ του μαθήματος της Ιστορίας και του μαθήματος της Γεωγραφίας η πόλη, ως αντικείμενο διδασκαλίας, θέμα διαπαιδαγώγησης και αφετηρίας καλλιέργειας αστικού φρονήματος, έχει εξαφανιστεί από το ελληνικό σχολικό πρόγραμμα

ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ» – ΑΘΗΝΑ 9-11 ΜΑΪΟΥ 2003

Η σχολική πόλη: Από ψιθυριστή ιδεολογία σε αναλυτικό πρόγραμμα

Ιωάννης Ρέντζος, irentzos@otenet.gr

[Περίληψη. Στην παρούσα εισήγηση, που αφορά κυρίως τη μέση (δευτεροβάθμια) εκπαίδευση, αποδεικνύεται ότι στα μαθήματα διαμέσου των οποίων θα μπορούσε να διδάσκεται η πόλη (Θρησκευτικά, Ιστορία και Γεωγραφία), αυτή απουσιάζει. Δεν υφίσταται, ως αντικείμενο διδασκαλίας, στοιχείο διαπαιδαγώγησης και αφετηρία καλλιέργειας αστικού φρονήματος και ελέγχου της κοινωνικής αδικίας και προαγωγής της πολιτισμικής δικαιοσύνης. Παρεμβαίνει συχνά ως ιδεολογική αναφορά, σαν μια κουκίδα εδάφους – όπως άλλωστε παριστάνεται και στους σχολικούς χάρτες. Στα σχολικά βιβλία και προγράμματα αναφέρονται βέβαια πολλές πόλεις. Η Κωνσταντινούπολη πρώτη, το Παρίσι δεύτερο, και κατόπιν η Αθήνα με το Μεσολόγγι αποτελούν ονόματα που απαντούν με μεγάλη συχνότητα στα διδασκόμενα μαθήματα. Στην εισήγηση 1) γίνεται μια παρουσίαση της υφιστάμενης κατάστασης της διδασκαλίας της πόλης και 2) διατυπώνεται, σε συγκεκριμένους όρους, το αίτημα για μια ολόπλευρη «πολεογραφική» διακλαδική (επιστημονική και καλλιτεχνική) διδασκαλία στην οποία η πόλη αντιμετωπίζεται ως 1) χώρος διαβίωσης των ανθρώπων και 2) πεδίο παρατήρησης κοινωνικών αντιθέσεων και άρσης της πολιτισμικής αδικίας].

Ελληνική ή ελλαδική πόλη; Γλωσσικός σχολαστικισμός ή γεωπολιτική ουσία;

Θα πρέπει, μιλώντας για την «ελληνική πόλη», και μάλιστα στα πλαίσια ενός κειμένου με παιδαγωγικό περιεχόμενο, να σταθούμε για λίγο για να διευκρινίσουμε για ποιο ακριβώς πράγμα πρόκειται. Αν, δηλαδή, οι δύο έννοιες ελληνική και ελλαδική πόλη ταυτίζονται ή εάν, αντίθετα, η διαφορά τους είναι ξεκάθαρη.

Χωρίς να χρειαστεί να ανατρέξουμε σε λεπτομέρειες σχετικά με ζητήματα χρονολογίας της ελληνικής εθνογένεσης, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι τουλάχιστο για τη νεότερη ιστορία μας, η ελληνική πόλη – σε αντιδιαστολή με τη σύγχρονη ελλαδική – είναι ένα φαινόμενο συνδεδεμένο κυρίως με τη βυζαντινή και την οθωμανική αυτοκρατορία και τα εδάφη τους. Αυτά, κατά κύριο λόγο, δεν ταυτίζονται με το σύγχρονο ελλαδικό χώρο. Δηλαδή η ελληνική πόλη, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, υπάρχει ανεξάρτητα και προγενέστερα από την ελλαδική πόλη των τελευταίων δύο αιώνων και, όπως θα δούμε, χωρίς να παύει να αποτελεί ένα ανεξάντλητο κεφάλαιο, είναι – κατά την άποψή μας – και ένα εξαιρετικά επιβαρυντικό διδακτικό προϋποτιθέμενο.

Και βέβαια, η ελληνική πόλη περιλαμβάνει και τις σύγχρονες «ελληνικές πόλεις», πόλεις Ελλήνων, κυρίως πρώτης και δεύτερης γενεάς, που κατοικούν ως μετανάστες σε χώρες πολλών ηπείρων. Το Σίδνεϊ και το Σικάγο, όπως παλιότερα η Αλεξάνδρεια και το Χαρτούμ, ανήκουν σε αυτές. Τα οικονομικά, πολιτιστικά και, κάποια, κατά περίπτωση, πολιτικά δικαιώματα, που αναγνωρίζονται στους Έλληνες αποδήμους οδηγούν στη δυνατότητα μικρής παρέμβασής τους στη λειτουργία αυτών των πόλεων. Κατά πόσο, όμως, αποτελεί συμβολή στο «μετασχηματισμό» του Ντίσελντορφ η ανάθεση εκμετάλλευσης ενός αναψυκτηρίου σε μια ελληνική οικογένεια;

Ας έρθουμε όμως τώρα στην «καθαρά» ελληνική πόλη που είναι προφανώς η σύγχρονη ελλαδική και να αναζητήσουμε τους χαρακτήρες της ως τέτοιας. Στην παρούσα ιστορική φάση, δηλαδή μετά την «πτώση του Τείχους», όπως λέγεται, με το άνοιγμα πολλών συνόρων (και τη δημιουργία άλλων), η «καθαρά» ελληνική πόλη δεν φαίνεται να είναι τέτοια. Οι νέοι πληθυσμοί που έχουν εισρεύσει σ’ αυτή, οι νέες (;) εργασιακές σχέσεις που έχουν επιβληθεί, όπου (ξένοι) εργαζόμενοι χωρίς πολιτικά δικαιώματα παράγουν πλούτο για να τον μεταβιβάσουν σε άλλα χέρια, «δικά μας», συνθέτουν μια ιδιάζουσα πολιτικο-οικονομική κατάσταση, στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας και της «καθαρά» ελληνικής πόλης. Η οποία βέβαια παύει να είναι «καθαρά» ελληνική. Ο κύριος εθνικός χαρακτήρας της ως τέτοιας απορρέει μόνο από το γεγονός ότι η ελληνική - ελλαδική πόλη ανήκει εδαφικά στην ελληνική επικράτεια, αποτελεί δηλαδή έδαφος που υπάγεται στην κρατική δικαιοδοσία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σε απλούστερη διατύπωση, η πόλη, και στην περίπτωσή μας η ελληνική πόλη, έχει έναν κύριο χαρακτήρα που δεν είναι άλλος από τη γεωπολιτική της ταυτότητα.

Σε ποιον ανήκει ή ελλαδική πόλη; Η έννοια της ενδοεθνικής γεωπολιτικής και της πολιτισμικής αδικίας

Ας εξηγηθούμε εδώ. Μιλούμε προφανώς για τη διεθνή γεωπολιτική ταυτότητα της ελληνικής πόλης. Όμως δεν είναι η μόνη που πρέπει να μας απασχολήσει. Υπάρχει και η άλλη πλευρά, της εσωτερικής ενδοεθνικής γεωπολιτικής[Fn1]. Οι νέες περιφερειοποιήσεις, οι διεκδικήσεις χώρου, εδάφους και εξουσίας σε τοπικό επίπεδο, η παραγωγή υπεραξίας εντός των ορίων των δήμων, οι συνεχείς καταπατήσεις γαιών, η ιδιωτική, συλλογική και θεσμική οικοδομική αυθαιρεσία, η ιδεολογία και η πρακτική της περιβαλλοντικής προστασίας (Κρυονέρι - γραμμές μεταφοράς Υψηλής Τάσεως· ραντάρ Περαίας - ουκρανικό αεροπλάνο, κ.ά.) χαρακτηρίζονται από την ίδια λογική και ηθική (ή τον ίδιο παραλογισμό και ανηθικότητα) της συνηθισμένης διεθνούς γεωπολιτικής: «ποιος πρέπει να είναι εκεί» (Smith, 2000: 114· υπογραμμίσαμε).

Δεν είναι γι’ αυτό σπάνιο το γεγονός ότι, η ηθική αυτή, που εκδηλώνεται ως συμπεριφορά μεταξύ ατόμων και θεσμικών φορέων στο εσωτερικό των ελληνικών πόλεων, παραπέμπει συχνά, κατά παρομοίωση, σε μια κατ’ εξοχήν διαδεδομένη γεωπολιτική και γεωστρατηγική έννοια της σύγχρονης ιστορίας μας: την επιχείρηση εισβολής στην Κύπρο, τον Αττίλα (δηλώσεις Θ. Πάγκαλου, Ελευθεροτυπία, 16 Νοεμβρίου 2001, σ. 2, γελοιογραφίες Διογ. Καμένου στην Ελευθεροτυπία, εικ. 1).

Θα μπορούσε να αναφερθεί κανείς, μεταξύ άλλων, στην κατάσταση του κυκλοφοριακού στις μεγάλες πόλεις. Όχι από την πλευρά των οχημάτων και των οδηγών τους, όσο από την πλευρά του πεζού που βλέπει τους δικούς του ζωτικούς χώρους να είναι παράνομα κατειλημμένοι. Αλήθεια, δεν είναι και αυτό μια περίπτωση γεωπολιτικής της πόλης, εσωτερικής γεωπολιτικής;

Θα μπορούσαμε με ευκολία να συναρθρώσουμε εδώ τη διεθνή γεωπολιτική με αυτή την ενδοεθνική. Από λόγους σοβαρότητας δεν προχωρούμε στην ανάλυση του ζητήματος. Πάντως οι λέξεις κλειδιά που θα διάρθρωναν μια τέτοια λογική δεν είναι άλλες από τις «διακρατικές σχέσεις» και το «εμπόριο» (εισαγωγής και πώλησης αυτοκινήτων). Αυτά, άλλωστε, τα στοιχεία αποτελούν, κατά παράδοση, τον πυρήνα της διεθνούς γεωπολιτικής. Που γίνεται μάλιστα ενδοεθνική με την ανοχή (για λόγους πολιτικού κόστους) της έλλειψης ρυθμίσεων μέσα στην ελληνική πόλη.

Αλλά επαναλαμβάνουμε: Κατά πόσο ελληνική; Ποιος αγνοεί τον «πολιτισμικό πόλέμο», «πόλεμο σαν τους άλλους» (Mitchell, 2000: 7) που διεξάγεται, για παράδειγμα, με τις διαφημίσεις των σιγαρέτων της Philip Morris (εικ. 2) ή, ακόμα, και την πολιτική προπαγάνδα και την προσωπολατρία (Πετρόπουλος, 1995) των οδωνυμίων (εικ. 3) και με πολυάριθμες άλλες δράσεις παραγωγής σημασιών που καθιερώνουν μια την πολιτισμική αδικία;

 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ

Εικ. 1

Ο Διογένης Καμένος παρουσιάζει κατά ενιαίο τρόπο την εισαγωγή καινούριων συνόρων. Είτε πρόκειται για αποτέλεσμα διεθνούς-εξωτερικής και μάλιστα στρατιωτικής-πολεμικής επέμβασης είτε πρόκειται για ενδοεθνική κρατική παρέμβαση. (Ελευθεροτυπία)

 

Εικ. 2

Μια πολλαπλή παράσταση γεωπολιτικής-πολιτισμικής επίθεσης. New York city lights (Φώτα ή τσιγάρα; Γιατί με μικρό c;). Philip Morris μπροστά από το «Χίλτον» και πίσω από το ρυθμιστικό και συμβολικό χάρτη του «δακτυλίου». [Φωτ. ΙΡ]

[...] η μισή στάχτη που καίει

PHILIP MORRIS KENT CRAVEN A

κι η μισή εξάτμιση εκνευριστική

MOBILOIL SHELL BP [...]

[Από τη Μαρία Νεφέλη του Οδ. Ελύτη]

 

Εικ. 3

Εικόνες οδωνυμικών επιλογών της μετά το Τείχος εποχής σε χώρες του υπαρκτού καπιταλισμού. Αριστερά στη Βουδαπέστη, δεξιά στη Θεσσαλονίκη. [Δεξ. φωτ. ΙΡ]

 

Πώς διδάσκεται η πόλη και η ελληνική πόλη σήμερα στο σχολείο: Η Κωνσταντινούπολη ως κεντρική αναφορά

Στην εργασία αυτή επιχειρούμε να αποδείξουμε ότι η πόλη δεν αποτελεί επιμέρους διδακτικό αντικείμενο, και μάλιστα απουσιάζει εντελώς από τις ανώτερες βαθμίδες και τάξεις της γενικής εκπαίδευσης. Ωστόσο η σχετική έννοια αποτελεί κεντρικό στοιχείο σε μαθήματα τέτοια όπως τα θρησκευτικά, η λογοτεχνία, η ιστορία και – με ιδιαίτερο τρόπο – η γεωγραφία.

Θρησκευτικά: Αναγωγή του κόσμου στην καθ’ ημάς Ανατολή. Το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί μια «σταθερά» της ελληνικής εκπαίδευσης. Είναι υποχρεωτικό σε όλες τις τάξεις και σε όλους τους τύπους σχολείων. Κατά την έννοια αυτή, η διδασκαλία της πόλης που ενδεχομένως πραγματοποιείται διαμέσου του μαθήματος αυτού αφορά το σύνολο των μαθητών.

Πολλά παραδειγματικά στοιχεία μπορούν να αντληθούν από το εγχειρίδιο της τρίτης γυμνασίου με τίτλο «Εκκλησία – Η νέα κοινωνία σε πορεία» (Παπαθανασίου, κ.ά., 1998), ένα κείμενο εκκλησιαστικής ιστορίας, που καλύπτει όλες τις περιόδους της ιστορίας του χριστιανισμού, από τον 1ο μετά Χριστό αιώνα έως σήμερα.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ 10 ΠΟΛΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ

ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ(*)

ΠΟΛΕΙΣ

Ν

Κωνσταντινούπολη

54

Ρώμη

42

Ιερουσαλήμ

36

Αντιόχεια

26

Θεσσαλονίκη

22

Αλεξάνδρεια

15

Δαμασκός

10

’Εφεσος

10

Καισάρεια Καππαδοκίας

10

Αθήνα

7

(*) Πηγή υπολογισμών: Παπαθανασίου, κ.ά., (1998)

Η έννοια της πόλης, είτε επώνυμα είτε ανώνυμα, εμφανίζεται στο εγχειρίδιο σε ποικίλα λεκτικά και εννοιολογικά περιβάλλοντα. Λόγοι χώρου και χρόνου δεν μας επιτρέπουν να αναλύσουμε περισσότερο το ζήτημά μας. Απλά παραθέτουμε στον πίνακα 1 τις αναφορές των πρώτων δέκα πόλεων που αναφέρονται συχνότερα στο εγχειρίδιο που αναλύουμε. Οι 80 περίπου πόλεις, που εμφανίζονται, χρησιμοποιούνται στο εγχειρίδιο 380 περίπου φορές, ενώ οι δέκα πρώτες πόλεις (Κωνσταντινούπολη – Αθήνα) αντιστοιχούν σε 232 αναφορές, πράγμα που υπερβαίνει το ήμισυ των αναφορών.

Με βάση κυρίως τη στατιστική των πόλεων που προηγείται, μπορούμε να διατυπώσουμε τη άποψη ότι η εκκλησιαστική ιστορία που αποτελεί το περιεχόμενο του εγχειριδίου που εξετάσαμε, όπως συνήθως κάνει η παραδοσιακή επιστήμη της ιστοριογραφίας, επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στα κέντρα και στις διοικήσεις καθώς και στις επώνυμες παρουσίες του απώτερου παρελθόντος.

Εικ. 4. Ελληνορθόδοξος ναός του Ευαγγελισμού στην Wauwatosa (Winsconcin, ΗΠΑ) που σχεδιάστηκε το 1959 από τον Frank Lloyd Wright (Secrest, 1994: 58).

Φυσικά, η «ιερή πόλη» – από σειρά βιβλίων με τον γενικό τίτλο «Holy Cities» – του Σολτ Λέικ Σίτι (Doubleway, V., 1994), που σχετίζεται με τη δράση των νεαρών μορμόνων ιεραποστόλων που προέρχονται από αυτή και κηρύσσουν στην Οδό Πανεπιστημίου, παραλείπεται. (Καθώς η έννοια της πόλης πρωταγωνιστεί στο βιβλίο, ο αστικός γεωγράφος όπως και ο θρησκειολόγος προκαλούνται να κάνουν ιδιαίτερες αναλύσεις της πόλης, από την πλευρά 1) της απόλυτα αστυφοβικής διδασκαλίας του Χριστού (Κυρτάτας, 1987) και 2)των αστικών εκδηλώσεων της, όπως οι τελετές και οι λιτανείες, που «σταθεροποιούν τη συμπεριφορά» (Lynch, 1998/1981: 79)). Τα στοιχεία της αρχιτεκτονικής των ναών επικεντρώνονται σε παραδοσιακές μορφές – πόσο κακά τα σχέδια! – και σπάνια σε νεότερες επιδόσεις της ναοδομίας, που έχει συνδεθεί με το όνομα πολλών μεγάλων αρχιτεκτόνων (εικ. 4). Από τα βιβλία απουσιάζουν επίσης σχόλια για το ογκώδες και ακαλαίσθητο μερικών ναών ή τον ασφυκτικό κτιριακό κλοιό γύρω από αυτούς, στις πόλεις μας.

Ιστορία: Αναγωγή του κόσμου στην Ευρώπη με το Παρίσι κορυφαίο. Το μάθημα της ιστορίας, έχει και αυτό, όπως και τα θρησκευτικά, μια ευρεία παρουσία στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Θα μπορούσαμε και εδώ, όπως και στα θρησκευτικά, να περιοριστούμε στην εξέταση ενός εγχειριδίου ιστορίας. Επιλέγουμε αυτό που διδάσκεται τα τελευταία χρόνια στην τρίτη τάξη των γυμνασίων. Πρόκειται για ένα ογκώδες βιβλίο 400 σελίδων αφιερωμένο στην «νεότερη και σύγχρονη ιστορία» (Σφυρόερας, 1995). Περιλαμβάνει τις ιστορικές περιόδους και τα αντίστοιχα ιστορικά γεγονότα από τα μέσα του 13ου αιώνα έως τις ημέρες μας και συνεπώς πολυάριθμες αναφορές πόλεων σε ποικίλα συμφραζόμενα. Ένας εκπαιδευτικός μας έχει πει σχετικά: «Για πολλά χρόνια είχα απορία για τον τόπο, την πόλη, όπου είχε γίνει η απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου που επί χρόνια δίδασκα ως "Σταθμό της Λυώνος"» (Gare de Lyon, στο Παρίσι).

 

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ 10 ΞΕΝΕΣ ΚΑΙ 10 ΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

ΠΟΥ ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (*)

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.(1) - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - ΠΙΝΑΚΑΣ 2.(2)

Ξένες πόλεις (**)

N

 

Ελληνικές πόλεις

N

Παρίσι

(**)42

 

Αθήνα

44

Κωνσταντινούπολη

39

 

Μεσολόγγι

23

Βιέννη

30

 

Θεσσαλονίκη

23

Σμύρνη

20

 

Πάτρα

13

Βενετία

20

 

Ναύπλιο

12

Βερολίνο

16

 

Ιωάννινα

10

Φλωρεντία

15

 

Άρτα

7

Ρώμη

15

 

Πειραιάς

7

Λονδίνο

14

 

Τρίπολη

7

Αγία Πετρούπολη / Λένινγκράντ (2)

14

 

Χανιά

6

(**) 42 + Βερσαλλίες (14) + Σέβρες (5) = 61! - - - - - - (*) Πηγή υπολογισμών: Σφυρόερας, 1995

 

Για λόγους χώρου και χρόνου αρκούμαστε στο να παραθέσουμε το ανώτερο μέρος του πίνακα με τις πόλεις που επισημάναμε στο εγχειρίδιο (Πίνακας 2.(1) και 2.(2)). Το σύνολο περιλαμβάνει 800 περίπου αναφορές 162 ξένων και 75 ελλαδικών πόλεων.

Εκείνο που θα πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι το γεγονός ότι στην (υποτιθέμενη) αυτή παγκόσμια σχολική ιστορία εμφανίζονται, σχεδόν αποκλειστικά, μόνο ευρωπαϊκές πόλεις. Η Ουάσιγκτον μνημονεύεται μόνο μια φορά, ισότιμα με την Τεχεράνη και το Πεκίνο. Ενώ το Τόκιο και το Μπουένος Άιρες καμία. Μόνο το Κάιρο μνημονεύεται από ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο, ενώ καμιά λατινοαμερικάνικη πόλη ή πρωτεύουσα δεν «πολιτογραφείται». Ούτε όμως και καμία από τις αναφερόμενες ευρωπαϊκές πόλεις «πολεογραφείται». Καμιά πολεοδομική περιγραφή αναφορά δεν υπάρχει στη σχολική ιστορία, ούτε καν για το Παρίσι που πρωτοστατεί στις αναφορές. Η πραγματική ιστορία του πληθυσμού των επιμέρους πόλεων απουσιάζει. Η πόλη αντιμετωπίζεται σαν έδαφος που, για παράδειγμα, «ελευθερώνεται», όπως τις ημέρες αυτές (Μάρτιος 2003) η Βασόρα και η Βαγδάτη. Θα μας δοθεί, εξάλλου, η ευκαιρία να μιλήσουμε για την ιεράρχηση των ελληνικών-ελλαδικών πόλεων που εμφανίζονται στον πίνακα. Δεν παραλείπουμε να επισημάνουμε πως η Κωνσταντινούπολη αποτελεί τη συνολικά υπέρτατη στατιστική αναφορά των εγχειριδίων! Να πως γίνεται και ένας μαθητής κυκλοφορεί στην τάξη του το σημείωμα της εικόνας (εικ. 5). Η Θεσσαλονίκη και, κατόπιν, η Αθήνα και το Μεσολόγγι ακολουθούν.

Εικ. 5. Από το τετράδιο ενός μαθητή (Μάιος 2001, μας παρεσχέθη από την κα. Μ.Κ.)

Γεωγραφία: Η πόλη ως χωροχρονική αιτιοκρατία. Αντίθετα με τα μαθήματα που εξετάσαμε πριν, το μάθημα της γεωγραφίας, έχει πολύ μικρή παρουσία στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (α’ και β’ τάξη γυμνασίου – απουσία από το πλαίσιο επιλογής για τα ΑΕΙ/ΤΕΙ). Ωστόσο στη γεωγραφία, από παράδοση, γίνεται μια σφαιρικότερη προσπάθεια παρουσίασης της πόλης και των πόλεων, ελληνικών και ξένων.

Στη σειρά εγχειριδίων που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια (Καραμπάτσα, κ.ά., 2002) έχουν ενταχθεί μερικά μαθήματα θεωρίας της πόλης. Σε κάποιο βαθμό εγκαταλείπεται η «ιδιογραφική» προσέγγιση στην οποία βασιζόταν άλλοτε μια μικρή περιγραφή επιμέρους πόλεων και εισάγεται η «νομοθετική» παρουσίαση. Έστω και βιαστικά, εκτίθεται η θεωρία των μοντέλων την πόλης που έχει ως αφετηρία την μελέτη της κατά ομόκεντρους κύκλους (δακτυλίους) ανάπτυξης του Σικάγου από την Κοινωνιολογική Σχολή του Σικάγου, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μας κάνει βέβαια εντύπωση ότι ενώ συνήθως η «ζώνη ΙΙΙ» αναφέρεται, σχεδόν ανεξαίρετα σε όλα τα βιβλία, ως «κατοικία λαϊκών στρωμάτων» (low-class housing), στο σχολικό βιβλίο επιλέχθηκε μια ειδικότερη λεπτομερής παρουσίαση «ζώνες 3α, 3β, 3γ», χωρίς να δηλώνεται σε ποιες πόλεις ή χώρες αντιστοιχεί αυτή.

Γίνεται επίσης αναφορά στην πολεοδομική οργάνωση των μεγάλων πόλεων, στον κόσμο και στην Ευρώπη, καθώς και της Αθήνας. Ως μοναδικοί πολεοδομικοί παράγοντες εισάγονται, αιτιοκρατικά, ο χώρος και ο χρόνος. Και παραλείπεται εντελώς ο ανθρώπινος παράγοντας ως σχεδιασμός, πολιτική (εξουσία και κοινωνικές αντιπαραθέσεις) και οικονομία (ρύθμιση χώρου και συσσώρευση πλούτου). Αναφέρεται το πράσινο ως στοιχείο της πολεοδομίας αλλά παραλείπεται εντελώς η αρχιτεκτονική.

Ο αστικός πληθυσμός υποδηλώνεται μέσα από τις ποικίλες ανάγκες του (σε υγεία, εκπαίδευση, αναψυχή, κ.λπ.) αλλά γράφεται ότι η «κάλυψη του θρησκευτικού αισθήματος» ικανοποιείται στην πόλη (αποκλειστικά) από τις εκκλησίες, ενώ παραλείπονται οι ποικίλοι άλλοι χώροι λατρείας (ναοί, τεμένη, συναγωγές). Η αναφορά στο Παρίσι και το Λονδίνο γίνεται ονομαστικά χωρίς όμως να δηλώνεται ή να ορίζεται τι ακριβώς εννοείται – το τουριστικό κέντρο ή το πολυάνθρωπο πολεοδομικό συγκρότημα της κάθε μιας από αυτές τις πόλεις. Επίσης, για πρώτη φορά, παραλείπεται από τα βιβλία γεωγραφίας οποιαδήποτε μνημόσυνη αναφορά, (π.χ., στα πλαίσια του μαθήματος περί Ιαπωνίας), στις εκατόμβες της Χιροσίμα(ς) και του Ναγκασάκι. Ωστόσο, ζητήματα όπως τα προβλήματα των μεγάλων πόλεων (στέγη, ρύπανση, κ.λπ.) θίγονται ή αναπτύσσονται στο βιβλίο με αρκετή παιδαγωγική ευθύνη.

Πώς αντιλαμβάνονται οι έλληνες μαθητές την πόλη και οι εκπαιδευτικοί;

Είναι ίσως ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε, με μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας, τις θέσεις, τις αντιλήψεις και τις γνώσεις που έχουν οι μαθητές – καθώς και μερικοί καθηγητές τους – για την πόλη. Υπογραμμίζουμε βέβαια πως η «πολεογραφία» δεν είναι φέουδο του σχολείου, όπως είναι η τριγωνομετρία.

Θα ασχοληθούμε εδώ με συμπεράσματα από προσωπικές μας έρευνες (στα πλαίσια πολυετούς διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου) στις οποίες έλαβαν μέρος μαθητές πολλών γυμνασίων και λυκείων, φοιτητές των Τμημάτων Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου καθώς και διδάσκοντες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αξίζει, ίσως, να αναφέρουμε εδώ μια από τις επισημάνσεις μιας φοιτήτριας, που έλαβε

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ –

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1996-99 (*)

Α/Α

Αντικείμενο

Κοινό – Μέθοδος

Απαντήσεις – Σχόλια

1

Αντίληψη-παράσταση της έννοιας της πόλης

Πρωτοετείς φοιτητές. Λεξιλόγια συνειρμών, δηλαδή αποκρίσεις στη λέξη πόλη.

Οι συχνότερες απαντήσεις είναι «νέφος», «απομόνωση», «δρόμοι». Αναφέρονται επίσης «καυσαέρια», «κίνηση» κ.ά. Δεν υπάρχει καμιά θετική αναφορά (π.χ. «Θέατρα») ούτε κοινωνική αναφορά (π.χ. «διαδηλώσεις»).

2

Αντίληψη μιας μεγά-λης πρωτεύουσας: Το Λονδίνο

Πρωτοετείς φοιτητές. Λεξιλόγια συνειρμών.

Οι συχνότερες απαντήσεις είναι «Μπιγκ Μπεν», «βροχή», «ομίχλη». Αναφέρονται επίσης, από μία φορά, «Βρετανικό Μουσείο», «αξιοθέατα», «Μητρόπολη». Δεν υπάρχουν πολιτισμικές ή σπουδαστικές αναφορές (π.χ. «μεταπτυχιακά»).

3

Αντίληψη και προβλήματα μιας μικρής πόλης: Η Πρέβεζα

Μαθητές γυμνασίων και λυκείων. Με βάση το μνημείο του Ζαλόγγου, έξω από την Πρέβεζα, ζητείται να προσδιοριστεί ο τόπος (Β. Ήπειρος ή Γιάννινα ή Πρέβεζα ή Μεσολόγγι).

Σε όλες τις κατηγοριοποιήσεις που κάναμε στις απαντήσεις, κατά συντριπτική πλειοψηφία, οι μαθητές απαντούν ότι το θρυλούμενο – «ηρωικό» – γεγονός έλαβε χώρα στο Μεσολόγγι, όπου θα βρίσκεται και το μνημείο των Σουλιωτισσών. Πολύ λίγοι δίνουν τη σωστή απάντηση (Νομός Πρέβεζας), που αντιστοιχεί και στη λογική της καταδίωξης των Σουλιωτισσών. Τα Γιάννινα έρχονται σε δεύτερη θέση. Ο ηρωισμός είναι προνομία του Μεσολογγίου ή, έστω, μιας σχετικά μεγάλης πόλης! (Ρέντζος, 2002)

4

Αντίληψη της πόλης καταγωγής-διαμονής

Πρωτοετείς φοιτητές. Περιγραφή της πόλης όπου μεγάλωσαν με πρότυπο τη θεωρία του Kevin Lynch (Lynch, 1996 (1960)).

Περιγράφονται ελληνικές πόλεις σε κείμενο 2 – 5 σελίδων, συνοδευόμενο από φωτογραφίες και σχέδια. Συχνά ο περιγράφων παίρνει θέση συντάκτη τουριστικού φυλλαδίου που προβάλλει «αξιοθέατα» και καλλονές και όχι θέση κατοίκου που βιώνει την πόλη του ή αναζητεί την εικόνα της: «Εξαίρετο θέρετρο που απέχει μόλις δυο ώρες από την Αθήνα». Προέχει ο ιστορικός χρόνος και όχι ο κοινωνικός χώρος και οι προσωπικές διαδρομές.

5

Σύγκριση Αθήνας -Θεσσαλονίκης

Πρωτοετείς φοιτητές. Πίνακας 20 κριτηρίων όπου θα επιλεγόταν η μία ή η άλλη πόλη, ή καμιά τους ή και οι δύο.

13 καλές απαντήσεις για τη Θεσσαλονίκη («Όμορφο χρώμα, σημαντική παράδοση») και μόνον 7 καλές για την Αθήνα («Με εθνική ιστορία αλλά και πιο κοντά στην Ευρώπη»). Υπάρχει σαφής «αστυφοβία» (κατά της Αθήνας). Π.χ. η ερώτηση «καλό περιβάλλον (κλίμα, ρύπανση)» δίνει 2 υπέρ της Αθήνας και 14 υπέρ της Θεσσαλονίκης!

6

Aντίληψη των πό-λεων που ήταν υποψήφιες (1997) μαζί με την Αθήνα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004

Πρωτοετείς φοιτητές. Ερωτηματολόγιο με το οποίο ζητήθηκε να προβληθούν επιχει-ρήματα προτίμησης για δύο από τις υπο-ψήφιες πόλεις (Αθή-να, Ρώμη, Στοκ-χόλμη, Μπουένος ‘Αιρες, Κέιπ Τάουν).

Υπήρχαν δύο μόνο κατηγορίες απαντήσεων! Η μία με πρώτη προτίμηση την Αθήνα και δεύτερη πόλη τη Ρώμη. Η άλλη, πάλι με πρώτη προτίμηση την Αθήνα και δεύτερη πόλη το Κέιπ Τάουν. Το Μπουένος Άιρες (πατρίδα του Τσε και της – τότε (1997) – κινηματογραφικής Εβίτας) λησμονήθηκε ενώ η Στοκχόλμη (πατρίδα της Σουηδικής Γυμναστικής) αντιμετωπίστηκε με κλιματολογική ειρωνεία. ‘Ολα τα επιχειρήματα είναι «εθνικά»! Παρουσιάζουν την Αθήνα ως «μητέρα» πόλη. Κανένας φοιτητής/τρια δεν υποστηρίζει π.χ. «προτιμώ την Αθήνα για να πάω και εγώ στους Αγώνες».

7

Η καταστροφή της Χιροσίμα(ς) στο πρό-γραμμα της γυμνα-σιακής γεωγραφίας

16 καθηγητές της Λέσβου. Πρέπει να συμπεριληφθεί και η πληροφορία για τη Χιροσίμα (αντί π.χ. για την πληροφορία ότι η λίμνη Μπίβα έχει πάρει το όνομά της από το λαούτο με το οποίο μοιάζει);

  • «Η αναφορά στη λίμνη και το μουσικό όργανο είναι μια πολύ ωραία ιδέα, παιδαγωγικά χρήσιμη, για τη διδασκαλία της ενότητας στην ηλικία αυτή»: 8.
  • «Με την αναφορά στην λίμνη Μπίβα και σε άλλες τέτοιες λεπτομέρειες παραλείπουμε, σκόπιμα ίσως, την αναφορά στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι»: 7.
  • Δεν απάντησε: 1.

Ποιος αποφασίζει ότι η πυρηνική καταστροφή μιας πόλης δεν έχει παιδαγωγική αξία, ώστε να μην συμπεριληφθεί στο σχολικό εγχειρίδιο;

8

Μια μικρή πόλη: προ-βλήματα - πληθυσμός

18 καθηγητές και επιτόπια (Πρέβεζα)

Βλ. σχετικά στο κείμενο.

(*) Μερικές λεπτομέρειες στην ιστοσελίδα: geander.com (Klick: πόλη)

μέρος σε επιτόπια έρευνα στην Πρέβεζα με τίτλο (και περιεχόμενο) Κοινωνία και αγορά σε μια μικρή μεταβαλλόμενη πόλη με την οποία μας μετέφερε τις απόψεις ενός ντόπιου Ρομ: «Μας πιάνει το παράπονο που δεν μας προτιμούν στις δουλειές, εμάς που είμαστε συμπατριώτες, και παίρνουν Αλβανούς». Στην ίδια αυτή πόλη οι εκπαιδευτικοί, μαζί με πολυάριθμα ζητήματα που επισημαίνουν (κυκλοφοριακό, ρύπανση Αμβρακικού, ρυμοτομία, χωροταξικό, φυτοφάρμακα, αξιοκρατική διαχείριση της πόλης) διακρίνουν σαφώς διαφοροποιημένες ομάδες πληθυσμού που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα μεταναστευτικά ρεύματα, κυρίως, του 20ού αιώνα (Αλβανοί, Βλάχοι, [= Συρρακιώτες], Βορειοηπειρώτες, Λευκαδίτες, Τσιγγάνοι). Είναι ενδιαφέρον που δεν γίνεται καμιά αναφορά στους (άλλοτε) πρόσφυγες.

Τα ερωτήματα που τέθηκαν, ως ζητήματα που μας απασχόλησαν στο πλαίσιο μιας πειραματικής «πολεογραφικής» εκπαίδευσης, είναι τα εξής: Αντίληψη («παράσταση») της πόλης, αντίληψη μιας μεγάλης πρωτεύουσας, αντίληψη μιας μικρής πόλης, αντίληψη της πόλης καταγωγής και διαμονής, σύγκριση Αθήνας και Θεσσαλονίκης, αντίληψη των πόλεων των Ολυμπιακών Αγώνων, η Χιροσίμα στο πρόγραμμα, προβλήματα της πόλης, διαφοροποιήσεις και ταυτότητες στην πόλη και άλλα (Πίνακας 3).

Διδάσκοντας την πόλη: Πλαίσιο, στόχοι, περιεχόμενα και μέθοδοι μιας «πολεογραφίας»

Η πόλη καθώς και ειδικότερα ο χώρος αποτελούν για τη σύγχρονη γεωγραφία αντικείμενο σοβαρής «ανθρωπικής» μελέτης. Πίσω από το Μάντσεστερ του Φρειδερίκου ‘Ενγκελς (Engels, 1987/1845) στοιχίζεται μια μεγάλη σειρά ονομάτων πόλεων και ερευνητών, οι οποίοι ως κοινωνιολόγοι, πολεοδόμοι και γεωγράφοι, μελετούν τη διαλεκτική – τριαλεκτική κατά Soja – του χώρου σε αυτές και προβάλλουν το ιδεώδες της «κοινωνικής δικαιοσύνης στην πόλη». «Πόλεις της σιωπής» και «κρυστάλλινες πόλεις» γίνονται αντικείμενο βαθιάς μελέτης.

Επανερχόμενος, έπειτα από χρόνια, στο προσφιλές του θέμα, της κοινωνικής δικαιοσύνης στην πόλη, ο Harvey υποδεικνύει πόσο δύσκολο είναι να θεμελιωθούν τα κριτήρια για το τι είναι δίκαιο και τι άδικο στο χώρο της. Πρέπει να αναπλεύσει κανείς βαθιά μέσα στον πολιτισμό και την ίδια τη γλώσσα ως εργαλείο λειτουργίας του νου. (Soja, 1996· Harvey, 1992· Davis, 1990· Λεοντίδου, 1989, Οικονόμου, Πετράκος, 1991, ,Χαστάογλου, 1982). Κατά την έννοια αυτή, η προσεχτική σχολική προσέγγιση της πόλης, που συμβαίνει να είναι μέσο παραγωγής και χώρος διαβίωσης, είναι υποχρέωση του εκπαιδευτικού συστήματος.

Η έννοια της πόλης έχει αναμφισβήτητη λειτουργία στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Μολονότι δεν φαίνεται στοχοθετημένη, αναδύεται σε πολλαπλά διδακτικά «συγκείμενα» μεταφέροντας πολιτισμικές, παιδαγωγικές, ιστορικές και πολιτικές ιδεολογίες. Δεν προσεγγίζει, πάντως, η διδασκαλία αυτή καθόλου τα προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής πόλης. Τις ασχήμιες της, τις δυσλειτουργικότητές της και την έλλειψη «πολιτισμικής δικαιοσύνης» μες σ’ αυτή[Fn2] (Καλλίνικος, 1998)

Υποστηρίζουμε με βεβαιότητα ότι η αναθεώρηση της διδασκαλίας της πόλης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να προχωρήσει μέσα από μια σαφώς «αντιφρονούσα» θέση (Blunt, Wills, 2000) και στοχοθέτηση. Ας θυμηθούμε εδώ, για παράδειγμα, το «ηρωικό» πνεύμα που υπεισέρχεται στο σημείο 3 του πίνακα 3 και θα καταλάβουμε τι σημαίνει αντιφρονούσα στάση. Και μάλιστα τι σημαίνει παραγωγή σημασιών που αλλοιώνουν ακόμα και τις νοητικές λειτουργίες: Επειδή το Μεσολόγγι είναι ηρωικό, οι Σουλιώτισσες πρέπει να γκρεμίστηκαν στη Λιμνοθάλασσα! Θα δούμε και άλλο παράδειγμα πιο κάτω.

Το θεματολόγιο του συνεδρίου αυτού εδώ αποτελεί από μόνο του ένα πρότυπο αντιφρονούντος προγράμματος για μια δημοκρατική διδασκαλία της πόλης: Η συνειδητή απουσία του σχεδιασμού, η κερδοσκοπία και η αυθαιρεσία, η αλλοτρίωση του δημόσιου χώρου, η αλλοίωση της ιστορικής μνήμης, η δυσμορφία του κτηρίου, η καταστολή, ο κοινωνικός αποκλεισμός και άλλα θέματά του αποτελούν λέξεις κλειδιά για μια αντιφρονούσα, δηλαδή δημοκρατική «πολεογραφική» εκπαίδευση.

Θέματα με περισσότερη διδακτική εξειδίκευση όπως η μικρή πόλη ως πατρίδα ανθρώπων (σε αντιδιαστολή με την κρατική χαρτογραφική πατρίδα-περίγραμμα) και οι σχετικές παραστάσεις (Bailly, 1995), η γλώσσα της πόλης (Calvet, 1994) καθώς και η πολιτισμική αποικιοκρατία της πρωτεύουσας απέναντι στις άλλες πόλεις, η μεγάλη πόλη και ιδιαίτερα η Αθήνα (καθώς και τα ξένα μεγάλα αστικά κέντρα), η διαφημιστική επίθεση και η σημειολογία της, το όνομα της πόλης, η ονοματοθεσία των οδών και δημοσίων έργων καθώς και τα μνημεία, η εθνοτική διαφοροποίηση του πληθυσμού μέσα στην πόλη και η μετανάστευση ξένων στις ελληνικές πόλεις, οι ποσοτικές και ποιοτικές κατατάξεις των πόλεων και οι «ιδεώδεις» πόλεις, η οικοδομική και αρχιτεκτονική επιθετικότητα στο χώρο (Φιλιππίδης, 2000), η πολυκατοικία στην Ελλάδα και οι γιγαντιαίες κατασκευές και οι ουρανοξύστες, η εικόνα της πόλης (Στεφάνου, Στεφάνου, 1999), όλα αυτά τα θέματα, αναπλάθουν το προηγούμενο θεματολόγιο, ως συμπλήρωμα, για ένα ανεξάρτητο μάθημα «πολεογραφίας» στο γυμνάσιο και το λύκειο.

Αν τα περισσότερα από τα θέματα αυτά ανατέμνουν μια παρατηρήσιμη συγχρονία της πόλης, η ιστορία της πόλης, προσφέρεται και αυτή για μια γιγάντια αναθεώρηση. Και μάλιστα, ιδιαιτέρως, στα πλαίσια του δικού μας εκπαιδευτικού συστήματος, όπου η έννοια «ιστορία της πόλης» παραπέμπει συχνά σε αρχαιολογικά ευρήματα, στον Παρθενώνα, στην καταστροφή της Σμύρνης και μάλιστα στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και στην Κωνσταντινούπολη ως πόλη της «μεγάλης ιδέας». Ωστόσο το ιστορικό θεματολόγιο της πόλης είναι σήμερα πολύ διαφορετικό, όπως καθορίζεται ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’60: «[...] δημοτική διοίκηση, οικονομική διαχείριση, δημοτική πολιτική, υγεία, υγιεινή, εφοδιασμός, πληθυσμός, οικογένεια, κοινωνικές τάξεις, ελίτ, υποκουλτούρες, εγκλήματα, συγκρούσεις, διαδηλώσεις, φιλανθρωπία, ευημερία, αρχιτεκτονική, οργάνωση του χώρου, ανάγκη εξεύρεσης χώρου, αισθητική ποιότητα της πόλης, ευκαιρίες πλουτισμού, βιομηχανική οργάνωση» (Pinol, 1990: 13).

Μια τόσο καθυστερημένη εισαγωγή της πόλης στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα δεν θα πρέπει να γίνει με το άρμα ενός μόνο μαθήματος και να περιχαρακωθεί στο δικό του γνωστικό χώρο. Η διακλαδικότητα, ως ευρεία διαπλοκή επιστημονικής «λογοθεσίας», καλλιτεχνικής έκφρασης και λογοτεχνίας μπορεί εδώ να αξιοποιηθεί στο μέγιστο. Δεν μιλάμε συνεπώς μόνο για την ιστορία, την οικονομία, τη δημογραφία, την κοινωνιολογία και την κοινωνική ανθρωπολογία που πρέπει να συνδράμουν τη διδασκαλία της «πολεογραφίας».

Ο παράξενος φωτογράφος, στην «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη, για όσους θυμούνται το έργο, μας λέει ότι χρησιμοποιούσε κάποτε «για φόντο τα κλασικά ψεύτικα ντεκόρ· ανθισμένους κήπους, λούνα παρκ, αρχαία ερείπια». Μετά όμως αποφάσισε να φωτογραφίζει τους πελάτες του σαν να ήταν «κρεμασμένοι, στραγγαλισμένοι, μαχαιρωμένοι, κεραυνοβολημένοι,...». Είχε έτσι μεγάλη επιτυχία και έδειχνε πως θέλει να κάνει πολύ σοβαρά τη δουλειά του, δηλώνοντας άλλωστε πως «οι φωτογραφίες [του] δεν είναι γελοίες [αλλά] τραγικές». Ίσως έχουμε εδώ μια σύντομη και απαισιόδοξη αναδρομή στην ιστορία των πόλεων του σύγχρονου κόσμου. Μπορεί μάλιστα να εκπροσωπείται η ίδια η πόλη σαν μια συλλογική οντότητα, όπως την αντιλαμβάνονται και οι γεωγράφοι όταν, εφαρμόζοντας ένα στοιχειώδη νευτώνειο τύπο, που συνήθως ισχύει για αδρανείς μάζες και ηλεκτρόνια, μπορούν να υπολογίσουν την έλξη μεταξύ των ανθρώπινων πληθυσμών δυο πόλεων. Σαν να ήταν και οι άνθρωποι άβουλες μάζες. Η τέχνη καταγγέλλει, διδάσκει, πολλά πράγματα για την πόλη. Ο άστεγος και ανέστιος ήρωας της ταινίας «Τα φώτα της πόλης», του Τσάρλι Τσάπλιν, που ξεπετάγεται στην τελετή των αποκαλυπτηρίων του μνημείου «Ειρήνη και ευδαιμονία», όταν αποσύρεται το κάλυμμα που αυτός είχε για μοναδική του στέγη, υπαινίσσεται την υποκρισία των δημόσιων μνημείων.

Βέβαια, η διακλαδικότητα για την πόλη υπάρχει και τώρα στο σχολείο. Αλλά πόσο στρεβλή! Σε θέμα των εισαγωγικών εξετάσεων του 2001, για τη Θεσσαλονίκη στην Κατοχή, ο φιλόλογος που ανέλυσε το ζήτημα σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, ένας καλός εκπαιδευτικός οπωσδήποτε, υποστήριζε πώς το κείμενο κάνει λόγο για την ιστορική μνήμη και τον ηρωισμό. Τα δεινά του πολέμου και η λειτουργία της πόλης που διαφαίνονταν είχαν παραληφθεί εντελώς. Και επρόκειτο για κείμενο ενός κατ’ εξοχήν αντιηρωικού συγγραφέα μας, του Γιώργου Ιωάννου. Το γεωπολιτικό ιδεώδες του ηρωισμού που έπνιξε τις Σουλιώτισσες στη Λιμνοθάλασσα, αλλοίωσε, δυστυχώς, και τις πνευματικές ικανότητες του συναδέλφου, ως λογοτεχνικού κριτικού.

Τελειώνουμε εκφράζοντας την ελπίδα ότι το παρόν συνέδριο, δηλαδή οι φορείς και τα άτομα που το διοργανώνουν και που, κατά κύριο λόγο, συμμετέχουν, ως επιστημονικός και επαγγελματικός χώρος (οι αρχιτέκτονες) με την εκπεφρασμένη – δια μέσου του θεματολογίου του παρόντος συνεδρίου –κοινωνική τοποθέτηση, θα συμβάλουν προς την κατεύθυνση της εισαγωγής ενός σχολικού μαθήματος «αστικής γεωγραφίας», συνεργαζόμενοι, μάλιστα, με τους νέους πτυχιούχους γεωγράφους.

________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[Fn1] Ας υπενθυμίσουμε εδώ, ότι η «πολεοδομία» και η «γεωπολιτική», που συνδέουμε, ποτέ δεν ήταν ξένες μεταξύ τους. Ο Πρεβελάκης τις συνθέτει, στον υπότιτλο ενός βιβλίου του, για να επεξηγήσει το περιεχόμενό του (Πρεβελάκης, 2001). Και φυσικά, στο ογκώδες λεξικό γεωπολιτικής του Lacoste (1993), πάνω από 50 πόλεις αποτελούν υποδείγματα ενδοεθνικής γεωπολιτικής σκέψης.

[Fn2] «Πόλεις χωρίς ταυτότητα, άλλη από εκείνη που τους προσδίδει η συσσώρευση της μιζέριας και της ασχήμιας, εκπληκτικά όμοιες μεταξύ τους ώστε να προκαλούν τη φαντασία σε ένα νοητικό παιχνίδι υποκατάστασης της μιας από την άλλη: Αιγάλεω - πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, Λάρισα στη δεύτερη Αθηνών και ούτω καθεξής». [Υπογραμμίσαμε].

________________________

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bailly, A, et al., (1995), Représenter la ville, Economica

Blunt, A., Wills, J., (2000) Dissident Geographies, Prentice Hall

Calvet, L. - J., (1994) Les voix de la ville, Payot

Davis, M., (1990), City of Quartz, Verso

Doubleway, V., (1994), Salt Lake City, Evans

Engels, F., (1987) The Conditions of the working Class in England, Penguin

Harvey, D., (1992), «Social Justice, Postmodernism, and the City», στο:

LeGates, T. T. and Stout, F., The City Reader, Routledge, 2000(2)

Lynch, K., (1960), The Image of the City, The MIT Press, 1996 (1960)

Lynch, K., (1981), Good Form City, The MIT Press, 1998 (1981)

Lacoste, Y., (1993), Dictionnaire de géopolitique, Flammarion

Mitchell, D., (2000), Cultural Geography, Blavkwell

Pinol, J. -L., Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα, Εκδ. Πλέθρον

Secrest, M., «A Great Architect with Love for Nature and Lots of Light», στο Smithsonian, February 1994

Smith, D.M., (2000), Moral Geographies, Edinburgh Un. Press

Soja, E., (1996), Thirdspace, Blackwell

Καλλίνικος, Ι., (1998), «Η έλλειψη αρχιτεκτονικής ματιάς», Το Βήμα (27-09-1998)

Καραμπάτσα, Α. κ.ά., (2002), Γεωγραφία Α’ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ

Κυρτάτας, Δ., (1987), Επίκρισις, Εστία

Λεοντίδου, Λ., (1989), Πόλεις της σιωπής, ΠΤΙ ΕΤΒΑ

Οικονόμου, Δ., Πετράκος, Γ., (1991), Η ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων, ΠΕΘ - GUTENBERG

Παπαθανασίου, Αθ., κ.ά., (1998), Εκκλησία – Η νέα κοινωνία σε πορεία, ΟΕΔΒ

Πετρόπουλος, Η., (1995), Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών, Εκδ. Πατάκη

Πρεβελάκης, Γ.-Σ, Ν., (2001), Επιστροφή στην Αθήνα, Εστία

Ρέντζος, Ι., (2002) 6ο Παν. Συν. Ελλ. Γεωγρ. Ετ., Η πρόσληψη του γεωιστορικού περιβάλλοντος - Παραδείγματα από την Πρέβεζα (Εισήγηση).

Σφυρόερας, Β., (1995), Ιστορία νεότερη και σύγχρονη, ΟΕΔΒ

Στεφάνου, Ι., Στεφάνου, Ι., (1999), Περιγραφή της εικόνας της πόλης, ΠΕ ΕΜΠ

Φιλιππίδης, Δ., (2000), «Το βλέμμα και η βία στην ελληνική αρχιτεκτονική», 3, Αντί, 711/14 Απριλίου 2000

Χαστάογλου, Β., (1982), Κοινωνικές θεωρίες για τον αστικό χώρο, Παρατηρητής